- ἀστρολογικός
- ἀστρο-λογικός, ή, όν,A of or for astronomy, ἐμπειρία, ἐπιστήμη, Arist. APr.46a19, APo.78b39;
τὰ -κά Id.Cael.291b21
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὰ -κά Id.Cael.291b21
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀστρολογικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστρολογικός — ή, ό (AM ἀστρολογικός, ή, όν) όποιος ανήκει ή αναφέρεται στην αστρολογία … Dictionary of Greek
ἀστρολογικά — ἀστρολογικός of neut nom/voc/acc pl ἀστρολογικά̱ , ἀστρολογικός of fem nom/voc/acc dual ἀστρολογικά̱ , ἀστρολογικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρολογικῶν — ἀστρολογικός of fem gen pl ἀστρολογικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρολογικόν — ἀστρολογικός of masc acc sg ἀστρολογικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρολογικαῖς — ἀστρολογικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρολογικαί — ἀστρολογικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρολογικοῖς — ἀστρολογικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρολογικοί — ἀστρολογικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρολογικούς — ἀστρολογικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρολογικῆς — ἀστρολογικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)